Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Λιούις, Άρθουρ — (Sir Arthur Lewis, Αγία Λουκία, Καραϊβική 1915 – ΗΠΑ 1991). Βρετανός οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Το 1932 ξεκίνησε τις σπουδές του με υποτροφία στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE). Έπειτα από πέντε χρόνια (1937) αποφοίτησε από το… … Dictionary of Greek
ατάκα — (I) και αττάκα, η 1. μουσ. η συγχρονισμένη και ακριβής είσοδος των οργάνων της ορχήστρας 2. (θέατρ.) η άμεση απάντηση στη σκηνή η λέξη που ακούγεται από έναν ηθοποιό και στην οποία οφείλει ο άλλος κατά το κείμενο να απαντήσει. (II) (ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
διερώτηση — η [διερωτώ] 1. λεπτομερής ερώτηση, διερεύνηση 2. ναυτ. η πρόσκληση που απευθύνει πολεμικό πλοίο σε εμπορικό να απαντήσει με διεθνή σήματα ή αποστολή αξιωματικού για την προέλευση, κατεύθυνση, τα στοιχεία του κ.λπ … Dictionary of Greek
δυσαπολόγητος — δυσαπολόγητος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τόν υπερασπίσουν 2. αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να απαντήσει 3. αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, δυσερμήνευτος … Dictionary of Greek
επιστημολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τα φιλοσοφικά προβλήματα που σχετίζονται με τη θεωρία της γνώσης. Πριν όμως αναληφθεί με επιστημονική μορφή μια τέτοια διερεύνηση, η γνωστική λειτουργία του ανθρώπου είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο φιλοσοφικής… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
ξεδοντιάζω — 1. κάνω κάποιον να χάσει τα δόντια του, βγάζω ή σπάζω τα δόντια κάποιου 2. (το μέσ.) ξεδοντιάζομαι (για γέροντες) χάνω τα δόντια μου, πέφτουν τα δόντια μου («γέρασε πια και ξεδοντιάστηκε») 3. μτφ. α) αναιρώ τα επιχειρήματα κάποιου αποδεικνύοντας… … Dictionary of Greek
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek